χοληστερικός

χοληστερικός
-ή, -ό, Ν
χημ. όρος που αναφέρεται σε μια μεσόμορφη κατάσταση τής ύλης, συγγενή προς τη νηματική κατάσταση, η οποία παρατηρείται στην περίπτωση ορισμένων ουσιών με οπτικώς ενεργά μόρια, όπως είναι οι εστέρες τής χοληστερίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholesteric < χοληστερ-ίνη* + κατάλ. -ικός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”